κόνδορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόνδορας | οι | κόνδορες |
γενική | του | κόνδορα | των | κονδόρων |
αιτιατική | τον | κόνδορα | τους | κόνδορες |
κλητική | κόνδορα | κόνδορες | ||
Δείτε επίσης το λόγιο «κόνδωρ» | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόνδορας αρσενικό
- (πτηνό) μεγάλο αρπακτικό πτηνό που απαντάται στις Άνδεις της Νότιας Αμερικής και στην Καλιφόρνια της Βόρειας Αμερικής
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κόνδορας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα κέτσουα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)