κόνδορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόνδορας οι κόνδορες
      γενική του κόνδορα των κονδόρων
    αιτιατική τον κόνδορα τους κόνδορες
     κλητική κόνδορα κόνδορες
Δείτε επίσης το λόγιο «κόνδωρ»
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόνδορας < κόνδωρ < ισπανική cóndor < κέτσουα kuntur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόνδορας αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]