κόνδωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόνδωρ | οι | κόνδορες |
γενική | του | κόνδορος | των | κονδόρων |
αιτιατική | τον | κόνδορα | τους | κόνδορες |
κλητική | κόνδορ | κόνδορες | ||
Δείτε και το νεότερο «κόνδορας» | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόνδωρ < (άμεσο δάνειο) ισπανική cóndor < κέτσουα kuntur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόνδωρ αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόνδωρ
→ δείτε τη λέξη κόνδορας |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αυτοκράτωρ' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα κέτσουα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)