κόουτς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόουτς (νεολογισμός) < (άμεσο δάνειο) αγγλική coach, κατά την αμερικανική προφορά /koʊt͡ʃ/ < μέση γαλλική coche < γερμανική Kutsche < ουγγρική kocsi (άμαξα[1], αυτοκίνητο) < ουγγρικό χωριό Kocs
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόουτς αρσενικό άκλιτο
- (οικείο, αθλητισμός) ο προπονητής, ο τεχνικός μιας ομάδας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Η έννοια προπονητής, προγυμναστής ξεκίνησε από αργκό των φοιτητών του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που προσλάμβαναν κάποιον φροντιστή / προγυμναστή, για να τους «μεταφέρει» (σαν άμαξα) στην επιτυχία. Η αθλητική σημασία πρωτοεμφανίστηκε στην αγγλική λέξη coach στα 1861· → δείτε coach στο αγγλικό Βικιλεξικό.
Πηγές
[επεξεργασία]- κόουτς (& ετυμολογία) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- κόουτς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κόουτς - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 7, έτος 2000. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ουγγρικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)