κόπιτσας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόπιτσας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.pi.t͡sas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐πι‐τσας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόπιτσας αρσενικό
- (επτανησιακό ιδίωμα) (εντομολογία) ο σκόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόπιτσας
→ δείτε τη λέξη σκόρος |
Πηγές[επεξεργασία]
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κόπιτσας θηλυκό