κόπρανα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κόπρανα | ||
γενική | των | κοπράνων | ||
αιτιατική | τα | κόπρανα | ||
κλητική | κόπρανα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόπρανα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόπρανα < κόπρ(ος) + -ανα, πληθυντικός του -ανον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.pɾa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐πρα‐να
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόπρανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα περιττώματα ανθρώπων ή ζώων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- περιττώματα
- σκατά
- → και δείτε τη λέξη περίττωμα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- σπάνια απαντά ο ενικός κόπρανο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόπρανα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόπρᾰνα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα κόπρανα, τα περιττώματα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κόπρος
Πηγές[επεξεργασία]
- κόπρανα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)