κόπτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόπτομαι < αρχαία ελληνική κόπτομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
κόπτομαι
- (λόγιο) ενδιαφέρομαι υπερβολικά για κάτι και το υποστηρίζω ή το υπερασπίζομαι με πάθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόπτομαι
|