κόσκινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόσκινο | τα | κόσκινα |
γενική | του | κόσκινου | των | κόσκινων |
αιτιατική | το | κόσκινο | τα | κόσκινα |
κλητική | κόσκινο | κόσκινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόσκινο < αρχαία ελληνική κόσκινον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόσκινο ουδέτερο
- στρογγυλό σκεύος με ξύλινο συνήθως πλαίσιο και επίπεδο μεταλλικό διάτρητο πυθμένα, το οποίο συγκρατεί από ένα υλικό σε μορφή κόκκων ή σκόνης τα ξένα σώματα ή τους μεγαλύτερους από το κανονικό κόκκους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κόσκινο
|