κόσμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κόσμων αρσενικό
- κόσμος, στη γενική του πληθυντικού