κότα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κότα οι κότες
      γενική της κότας των (κοτών)
    αιτιατική την κότα τις κότες
     κλητική κότα κότες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια κότα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κότα < θηλυκό του κοττός ή κόττος (ελληνιστική κοινή πετεινός) με ορθογραφική απλοποίηση [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈko.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κότα θηλυκό

  1. (πτηνό) θηλυκό οικόσιτο πουλί (Gallus gallus) που εκτρέφεται κυρίως για τα αβγά του• το αρσενικό λέγεται κόκορας ή πετεινός και το νεαρό πουλί κοτόπουλο
     συνώνυμα: κακάβα, νοσσίδα, όρνιθα, πουλάδα
  2. (μειωτικό) γυναίκα χωρίς μυαλό που νοιάζεται μόνο για την εμφάνισή της ή για το κουτσομπολιό
  3. (μειωτικό) δειλός άνθρωπος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]