κότα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κότα | οι | κότες |
γενική | της | κότας | των | (κοτών) |
αιτιατική | την | κότα | τις | κότες |
κλητική | κότα | κότες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κότα θηλυκό
- (πτηνό) θηλυκό οικόσιτο πουλί (Gallus gallus) που εκτρέφεται κυρίως για τα αβγά του• το αρσενικό λέγεται κόκορας ή πετεινός και το νεαρό πουλί κοτόπουλο
- (μειωτικό) γυναίκα χωρίς μυαλό που νοιάζεται μόνο για την εμφάνισή της ή για το κουτσομπολιό
- (μειωτικό) δειλός άνθρωπος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ζαλισμένη κότα : μεθυσμένος
- σα βρεγμένη κότα : δειλός
- ζωή και κότα: καλοπέραση
- κοιμάται με τις κότες : κοιμάται πολύ νωρίς
- να φάνε και οι κότες : λέγεται για κάτι που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα
- η γριά η κότα έχει το ζουμί: η εμπειρία αποδεικνύεται προτιμότερη από τη νεαρή ηλικία
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κότα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κότα
|
[επεξεργασία]
- ↑ κότα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)