κότο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

κότο με 13 χορδές
γυναίκα παίζει κότο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κότο < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική (koto)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κότο ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]