κότσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κότσι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κότσι < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από το κόττος ή από το σλαβικό kostь (κόκαλο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κότσι ουδέτερο

  1. ο αστράγαλος
  2. το σημείο του μεγάλου δάχτυλου του ποδιού που βρίσκεται στο κάτω και εξωτερικό μέρος και πολλές φορές παραμορφώνεται
  3. κόκαλο από αστράγαλο ζώου που χρησιμοποιείται στην μαντική ή σαν παιχνίδι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]