κόττος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κόττος, κοττός, κάττος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόττος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόττος αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. κύβος, ζάρι
    ※  6ος αιώνας Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 147.451 @catholiclibrary.org
    Ἐπὶ δὲ τῆς ὑπατείας τοῦ αὐτοῦ ∆εκίου ὁ αὐτὸς βασιλεὺς θεσπίσας πρόσταξιν ἔπεμψεν ἐν Ἀθήναις, κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μήτε νόμιμα ἐξηγεῖσθαι μήτε κόττον ἐν μιᾷ τῶν πόλεων γίνεσθαι, ἐπειδὴ ἐν Βυζαντίῳ εὑρεθέντες τινὲς τῶν κοττιστῶν καὶ βλασφημίαις δειναῖς ἑαυτοὺς περιβαλόντες χειροκοπηθέντες περιεβωμβήθησαν ἐν καμήλοις.
  2. (μεταφορικά) τύχη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόττος οἱ κόττοι
      γενική τοῦ κόττου τῶν κόττων
      δοτική τῷ κόττ τοῖς κόττοις
    αιτιατική τὸν κόττον τοὺς κόττους
     κλητική ! κόττε κόττοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόττω
γεν-δοτ τοῖν  κόττοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το ψάρι κόττος.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόττος < (ίσως) προελληνική [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόττος, -ου αρσενικό

  1. (ψάρι) ψάρι του γλυκού νερού
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. (πτηνό) κόκορας
       συνώνυμα: ἀλέκτωρ, ἀλεκτρυών
    2. (θηλαστικό ζώο) είδος αλόγου
    3. κύβος, ζάρι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κοττίς - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.