κόφινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κοφῐνο-
ονομαστική κόφινος οἱ κόφινοι
      γενική τοῦ κοφίνου τῶν κοφίνων
      δοτική τῷ κοφίν τοῖς κοφίνοις
    αιτιατική τὸν κόφινον τοὺς κοφίνους
     κλητική ! κόφινε κόφινοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοφίνω
γεν-δοτ τοῖν  κοφίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόφινος: (τεχνικός όρος) < πιθανό δάνειο. Συγγενή: λατινική cophinus (< γαλλική couffin, ' coffin)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόφινος αρσενικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κοφίνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]