κόφτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόφτης | οι | κόφτες |
γενική | του | κόφτη | των | κοφτών |
αιτιατική | τον | κόφτη | τους | κόφτες |
κλητική | κόφτη | κόφτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈko.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐φτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόφτης αρσενικό
- εργαλείο με δύο λαβές όπως του ψαλιδιού και δύο σιαγόνες που συναντώνται σχηματίζοντας κοφτερές ακμές. Υπάρχει σε διάφορα μεγέθη και χρησιμοποιείται για να κόβει μεταλλικά αντικείμενα, από σύρματα μέχρι λουκέτα.
- (επάγγελμα) τεχνίτης που κόβει δέρματα ή υφάσματα ή άλλα υλικά
- ο παίκτης που έχει ως αποστολή να «κόβει» (να ανακόπτει) επιθετικές ενέργειες του αντιπάλου
- ※ Οι φιλοξενούμενοι είχαν τον Ανέστη στο τέρμα, τους Αποστολάκη, Λάρσον, Κορνέλιους, Χατζηθεοδωρίδη στην άμυνα από δεξιά προς τα αριστερά, τον Μλάντεν «κόφτη», τους Ντίας, Ντουάρτε εσωτερικούς, τους Μόρσεϊ, Σενγκέλια στα άκρα και τον Καρέλη στην κορυφή της επίθεσης. (Πρώτο Θέμα, 10/9/2022 [1])
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη κόβω
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κόφτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κόφτης
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κόφτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -της (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)