κύημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κύημα | τα | κυήματα |
| γενική | του | κυήματος | των | κυημάτων |
| αιτιατική | το | κύημα | τα | κυήματα |
| κλητική | κύημα | κυήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύημα < αρχαία ελληνική κύημα < κυέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύημα ουδέτερο
- το έμβρυο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κύημα
|
|