κύηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κύηση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύηση θηλυκό
- η περίοδος της ανάπτυξης του ανθρώπινου εμβρύου από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τη γέννηση