κύκλος εργασιών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κύκλος εργασιών < → δείτε τις λέξεις κύκλος και εργασιών γενική πληθυντικού του εργασία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κύκλος εργασιών ουδέτερο
- (λογιστική) το σύνολο των καθαρών πωλήσεων ή/και τιμολογήσεων μιας επιχείρησης, ενός ελεύθερου επαγγελματία, ενός επιτηδευματία μη συμπεριλαμβανομένων των φόρων (πχ. ΦΠΑ) σε ορισμένο χρονικό διάστημα