κύλικας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κύλικας | οι | κύλικες |
γενική | του | κύλικα | των | κυλίκων |
αιτιατική | τον | κύλικα | τους | κύλικες |
κλητική | κύλικα | κύλικες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύλικας < κύλικα < αρχαία ελληνική κύλιξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύλικας αρσενικό
- άλλη μορφή του κύλικα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κύλικας
|