κύπειρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κύπειρος οι κύπειροι
      γενική της κυπείρου των κυπείρων
    αιτιατική την κύπειρο τις κυπείρους
     κλητική κύπειρε
(κύπειρο)
κύπειροι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κύπειρος ο εναλλασσόφυλλος, Cyperus alternifolius

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κύπειρος αρσενικό

  • γένος μονοκοτυλήδονων φυτών τα οποία φύονται σε ρυάκια, υγρότοπους, λιμνάζοντα νερά, όχθες λιμνών
    ※  Κύπειρος , φυτὸν καλούμενον καὶ ζέρνα. Τὴν λέξιν ταύτην εὑρίσκω ἐν τῷ ἀκολούθῳ ᾄσματι τοῦ χωρίου τῶν Μεστῶν . Κατωλυγίζ' ὁ κύπειρος , φιλᾷ τὸν καλαμιῶνα , Κοντολυγίζ ὁ κάλαμος , φιλᾷ τὸν κυπερῶνα (Α. Γ. Πασπάτης, Το Χιακόν γλωσσάριον: Ήτοι, Η εν Χίω λαλούμενη γλώσσα, 1888, σελ. 203 [1])
    ※  Κύπειρον , τό , = κύπειρος . Κύπειρος , ὁ . Φυτόν τι εἰς ὑδατώδεις καὶ ἐλώδεις τόπους φυόμενον, καὶ χρήσιμα εἰς τροφὴν τῶν ἵππων, καὶ βοῶν (Άνθιμος Γαζής, Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον, 1839, σελ. 259)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]