κύρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κύρης οι κύρηδες
      γενική του κύρη των κύρηδων
    αιτιατική τον κύρη τους κύρηδες
     κλητική κύρη κύρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κύρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κύρης < αρχαία ελληνική κύριος [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈci.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κύ‐ρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κύρης αρσενικό, στο θηλυκό κυρά

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κύριος

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]