κύρτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κύρτος | οι | κύρτοι |
γενική | του | κύρτου | των | κύρτων |
αιτιατική | τον | κύρτο | τους | κύρτους |
κλητική | κύρτε | κύρτοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύρτος αρσενικό
- (αλιεία) μια έξυπνη παγίδα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλά είδη ψαριών όπως οι σκάροι και οι σάρπες