κύστε
Εμφάνιση
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύστε < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύστε αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) γυναικείο αιδοίο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- κύστε - σελ.154.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens