κύστις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κύστις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κύστις -εως και -ίος θηλυκό

  1. κύστη, φούσκα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 67 (στίχοι 66-67)
    βεβλήκει γλουτὸν κατὰ δεξιόν· ἡ δὲ διαπρὸ | ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ᾽ ὀστέον ἤλυθ᾽ ἀκωκή·
    και τον κτυπά στο δεξιό μερί και αντίκρ᾽ η λόγχη | στην φούσκαν βγαίνει, αφού περνά στο κόκαλο αποκάτω.
    Μετάφραση Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
  2. (ιατρική) (στον πληθυντικό) (αἱ κύστιδες): οι σακούλες κάτω από τα μάτια
  3. (για τον άνεμο, όταν φουσκώνει τα σύννεφα): φούσκα
    ※  5ος/4ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 404-405
    ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ, | ἔνδοθεν αὐτὰς ὥσπερ κύστιν φυσᾷ,
    Ξερός άνεμος όταν ανέβει ψηλά και κλειστεί από παντού σε νεφέλη, | από μέσα φυσώντας πολύ δυνατά τη φουσκώνει σα φούσκα
    Μετάφραση (1967), Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
  4. (βιολογία) πληγή στη ράχη αλόγου

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]