κύτταρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κύτταρον | τὰ | κύτταρᾰ |
γενική | τοῦ | κυττάρου | τῶν | κυττάρων |
δοτική | τῷ | κυττάρῳ | τοῖς | κυττάροις |
αιτιατική | τὸ | κύτταρον | τὰ | κύτταρᾰ |
κλητική ὦ! | κύτταρον | κύτταρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυττάρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυττάροιν | ||
Δείτε και τη μορφή αρσενικού κύτταρος. | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύτταρον ουδέτερο
- μορφή ουδέτερου για το αρσενικό κύτταρος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με πολλαπλά γένη και κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά ή ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)