κύω
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι | Ενεργητική φωνή | Μέση-Παθητική φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | κύω | κύομαι |
Παρατατικός | ἔκυον | ἐκυόμην |
Μέλλοντας | κύσω | κύσομαι |
Αόριστος | ἔκυσα | ἐκυσάμην |
Παρακείμενος | ||
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κύω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ḱewh₁- (διογκώνομαι, φουσκώνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
κύω (μεθομηρικός τύπος του κυέω)
- κυοφορώ, εγκυμονώ
- Λάβδα κύει, τέξει δ᾽ ὀλοοίτροχον (Ἡρόδοτος, 5, 92β)
- Η Λάβδα κυοφορεί και θα γεννήσει μια μυλόπετρα
- Λάβδα κύει, τέξει δ᾽ ὀλοοίτροχον (Ἡρόδοτος, 5, 92β)
- γονιμοποιώ
- ὄμβρος ἔκυσε γαῖαν
- (μέσο) γεννιέμαι
- τὰ κυόμενα παιδία ἀσθενῆ γίνεται (Ἀριστοτέλης, Προβλήματα, 860a21)