κύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | κύω | κύομαι |
Παρατατικός | ἔκυον | ἐκυόμην |
Μέλλοντας | κύσω | κύσομαι |
Αόριστος | ἔκυσα | ἐκυσάμην |
Παρακείμενος | ||
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewh₁- (διογκώνομαι, φουσκώνω)
Ρήμα
[επεξεργασία]κύω (μεθομηρικός τύπος του κυέω)
- κυοφορώ, εγκυμονώ
- ※ Λάβδα κύει, τέξει δ᾽ ὀλοοίτροχον (Ἡρόδοτος, 5, 92β)
- Η Λάβδα κυοφορεί και θα γεννήσει μια μυλόπετρα
- ※ Λάβδα κύει, τέξει δ᾽ ὀλοοίτροχον (Ἡρόδοτος, 5, 92β)
- γονιμοποιώ
- ↪ ὄμβρος ἔκυσε γαῖαν
- (μέση διάθεση) γεννιέμαι
- ※ τὰ κυόμενα παιδία ἀσθενῆ γίνεται (Ἀριστοτέλης, Προβλήματα, 860a21)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.