κώλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Εκκρεμεί η λημματοποίηση των εκφράσεων ‑‑Sarri.greek  | 07:00, 25 Μαρτίου 2023 (UTC).



Δείτε επίσης: κῶλος, κόλος, -κολος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κώλος οι κώλοι
      γενική του κώλου των κώλων
    αιτιατική τον κώλο τους κώλους
     κλητική κώλε κώλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κώλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κῶλος < ελληνιστική κοινή κῶλος (πρωκτός) < αρχαία ελληνική κῶλον (μέρος, τμήμα σώματος). Εναλλαγή κωλ-, κολ- (κόλον (τμήμα του παχέος εντέρου) πιθανόν με την επίδραση της λατινικής cūlus (πρωκτός)[1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈko.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κώ‐λος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κώλος αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) ο πισινός, τα οπίσθια, οι γλουτοί
    Του έδωσα μια ξυλιά στον κώλο.
  2. (συνεκδοχικά) το μέρος του ρούχου που αντιστοιχεί στα οπίσθια
    Σκίστηκε ο κώλος του παντελονιού.
  3. (στον ενικό) ο πρωκτός
    έχω φαγούρα στον κώλο.
  4. (μεταφορικά) το πίσω ή κάτω μέρος ενός αντικειμένου
    ο κώλος του αυτοκινήτου, ο κώλος του πλοίου (η πρύμνη), ο κώλος του αυγού
  5. (μεταφορικά) ο πυθμένας, ο πάτος αγγείου, δοχείου, καλαθιού
    Με τόσο φορτίο άνοιξε ο κώλος του καλαθιού.
  6. (υβριστικό, χυδαίο) υποτιμητικός χαρακτηρισμός
    Άντε πνίξου ρε κώλε!
    → και δείτε τη λέξη κωλο-

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

και

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • αγκάθια/παλούκια έχει ο κώλος του: για υπερκινητικό άνθρωπο
  • αυγό να πέσει από τον κώλο του δε θα σπάσει: για πολύ κοντό άνθρωπο
  • άμα δε βρέξεις κώλο...(δεν τρως ψάρι): λέγεται για κάτι που δε γίνεται χωρίς προσπάθεια ή χωρίς τίμημα
  • αν σου βαστάει ο κώλος: αν τολμάς
  • γίνανε κώλος: λέγεται για άγριο τσακωμό
  • είναι κώλος και βρακί: λέγεται για δύο ανθρώπους που συνδέονται στενά
  • έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο: για ασήμαντο άνθρωπο που νομίζει ότι έγινε σπουδαίος
  • μιλάνε όλοι, μιλάν κι οι κώλοι: όταν εκφέρουν άποψη ή ασκούν κριτική άνθρωποι που είναι άσχετοι με το θέμα ή είναι χαμηλής υπόληψης
  • μου βγήκε ο κώλος ή μου έφυγε ο κώλος: κουράστηκα πάρα πολύ
  • ο κώλος του μυρίζει ποδαρίλα: για πολύ κοντό άνθρωπο
  • (ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι) ό,τι αρπάξει ο κώλος μας: ό,τι λάχει
  • παίρνει ο κώλος μου αέρα
  • πήρε ο κώλος του φωτιά: έπαθε ζημιά
  • πότε ο Γιάννης δεν μπορεί πότε ο κώλος του πονεί: για κάποιον που υποκρίνεται τον ανήμπορο ή τον άρρωστο
  • στήνω κώλο: υφίσταμαι ταπείνωση για να πετύχω κάτι
  • χτυπώ τον κώλο μου στο τσιμέντο / που να χτυπάς τον κώλο σου στο τσιμέντο: για κάτι ανέφικτο/μάταιο όσο κι αν το ποθείς/προσπαθείς
  • στρώσε τον κώλο σου: κάτσε ήσυχα σε ένα μέρος, αφοσιώσου στη μελέτη
Στρώσε τον κώλο σου και διάβασε!
  • τα θέλει ο κώλος του, τον τρώει ο κώλος του: προκαλεί, πάει γυρεύοντας για μπελάδες
  • τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους: λέγεται όταν μια κατάσταση είναι πάνω από τις δυνατότητες κάποιου
  • του έκοψαν τον κώλο: του έκοψαν το θάρρος, τον τρομοκράτησαν
  • του έπιασαν τον κώλο: τον εκμεταλλεύτηκαν, π.χ. πλήρωσε κάτι παραπάνω από την πραγματική του αξία
  • του κώλου: για κάτι που δε θεωρείται αξιόπιστο, σοβαρό ή της προκοπής
λόγια του κώλου, ιδεολογία του κώλου, ομάδα του κώλου κ.λπ.
  • του κώλου τα εννιάμερα (υβριστικά, χυδαία): για κάτι ανάξιο λόγου
  • χτυπώ τον κώλο μου κάτω: καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για κάτι
  • άσπρο κώλο που ΄χει η νύφη να ΄χαμαν και ΄μεις οι γύφτοι: έκφραση ζήλειας για κάτι δύσκολα/απίθανα εφικτό με ταυτόχρονη μια παραδοχή της αδυναμίας αυτής - μια κάποια μοιρολατρεία
  • οι μεγάλοι κώλοι βγάζουν και μεγάλες κουράδες: όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά
  • για κώλους θα μιλάμε;: μην μιλάς για ασήμαντα άτομα ή θέματα
  • εμπρός - λαέ - μη σκύβεις το κεφάλι - στήσ' απλά τον κώλο σου να φας καυλί και πάλι (σκωπτικοί συνθηματικοί στίχοι από θεατρική επιθεώρηση)
  • βάλε τα λεφτά στον κώλο: έκφραση εναντίον πλουσίου ή κλέφτη, επίσης και: θα σου βάλω/χώσω τα λεφτά στον κώλο
  • χέζει ο κώλος του λεφτά: έχει πολλά λεφτά, πάνε καλά οι δουλειές του
  • τον κώλο τον έχουμε για να χέζουμε: μην κάνεις πρωκτικό σεξ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

από το αρχαίο κῶλον

διαφορετικής ετυμολογίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κώλος Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.