κώλος και βρακί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία](είναι) κώλος και βρακί
- (μεταφορικά, οικείο, για άτομα που έχουν πολύ στενή σχέση) αχώριστοι, κολλητοί φίλοι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κώλος και βρακί
Πηγές
[επεξεργασία]- κώλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- βρακί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας