Μετάβαση στο περιεχόμενο

κώλυμα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: κόλλημα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κώλυμα τα κωλύματα
      γενική του κωλύματος των κωλυμάτων
    αιτιατική το κώλυμα τα κωλύματα
     κλητική κώλυμα κωλύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κώλυμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κώλυμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈko.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κώλυμα
ομόηχο: κόλλημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κώλυμα ουδέτερο

  • το πρόσκομμα, το εμπόδιο
      Να δούμε τι κώλυμα θα προφασιστεί σήμερα για να δικαιολογήσει την απουσία του!

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κώλυμᾰ τὰ κωλύμᾰτ
      γενική τοῦ κωλύμᾰτος τῶν κωλυμᾰ́των
      δοτική τῷ κωλύμᾰτ τοῖς κωλύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κώλυμᾰ τὰ κωλύμᾰτ
     κλητική ! κώλυμᾰ κωλύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κωλύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κωλυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα