κώλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κώλωμα | τα | κωλώματα |
γενική | του | κωλώματος | των | κωλωμάτων |
αιτιατική | το | κώλωμα | τα | κωλώματα |
κλητική | κώλωμα | κωλώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.lo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κώ‐λω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κώλωμα ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαϊκότροπη λέξη για τον δισταγμό
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «κωλώνω (& κώλωμα)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- γραφή με όμικρον: λήγουν σε -κόλωμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)