κῆπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κῆπος | οἱ | κῆποι |
γενική | τοῦ | κήπου | τῶν | κήπων |
δοτική | τῷ | κήπῳ | τοῖς | κήποις |
αιτιατική | τὸν | κῆπον | τοὺς | κήπους |
κλητική ὦ! | κῆπε | κῆποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κήπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κήποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κῆπος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή[1] *keh₂po- (γη, κήπος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- κῆπος αρσενικό
- κήπος, περιβόλι, φυτεία
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 737 (στίχοι 735-737)
- ἀλλά τις ὀτρηρῶς Δολίον καλέσειε γέροντα, | δμῶ᾽ ἐμόν, ὅν μοι δῶκε πατὴρ ἔτι δεῦρο κιούσῃ, | καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον,
- Μα τώρα κάποια πρόθυμα τον γέροντα Δολίο να καλέσει, | δικό μου δούλο — μου τον χάρισε ο πατέρας μου τότε που ξεκινούσα | νά ᾽ρθω εδώ, κι αυτός φροντίζει το πολύδεντρό μου περιβόλι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλά τις ὀτρηρῶς Δολίον καλέσειε γέροντα, | δμῶ᾽ ἐμόν, ὅν μοι δῶκε πατὴρ ἔτι δεῦρο κιούσῃ, | καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον,
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 737 (στίχοι 735-737)
- γενικά ο περίφρακτος καλλιεργούμενος χώρος
- είδος κοψίματος και διακοσμήσεως των μαλλιών
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- κηπαῖος
- κηπεία
- κήπευμα
- κηπεύω
- κηπίδιον: υποκοριστικό του κῆπος
- κηπίον: υποκοριστικό του κῆπος
Σύνθετα[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- κῆπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κῆπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)