λάβει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
λάβει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λαμβάνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λαμβάνω
- θα λάβει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λαμβάνω