λάβρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάβρα | οι | λάβρες |
γενική | της | λάβρας | των | (λαβρών) |
αιτιατική | τη | λάβρα | τις | λάβρες |
κλητική | λάβρα | λάβρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάβρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λάβρα < αρχαία ελληνική λάβρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈla.vɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐βρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάβρα θηλυκό
- καύσωνας
- (μεταφορικά)
- έντονη ψυχική και συναισθηματική κατάσταση, υπερδιέγερση
- πολύ δυνατός έρωτας, σεξουαλική ορμή, έξαψη, πόθος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ο καύσωνας
- κάποιος πολύ εκνευρισμένος
- άσ’ τον ήσυχο σήμερα, είναι φωτιά και λάβρα
- κάτι πανάκριβο
- τα ρούχα σήμερα είναι φωτιά και λάβρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
λάβρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λάβρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)