λάδωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λάδωμα | τα | λαδώματα |
γενική | του | λαδώματος | των | λαδωμάτων |
αιτιατική | το | λάδωμα | τα | λαδώματα |
κλητική | λάδωμα | λαδώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λάδωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λάδωμα ουδέτερο
- η επάλειψη με λάδι
- (διαφθορά, μεταφορικά) η δωροδοκία (π.χ. δημόσιου λειτουργού)
- → δείτε τις λέξεις γρηγορόσημο και φακελάκι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λάδωμα