λάθε βιώσας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάθε βιώσας < λανθάνω + βιόω, βιῶ
Έκφραση[επεξεργασία]
λάθε βιώσας
- το να περνάς τη ζωή σου απαρατήρητος, χωρίς να επιδιώκεις την προβολή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λάθε βιώσας
|