λάιτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάιτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική light (ελαφρύς)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlai̯t/ (ως μονοσύλλαβο)
ΔΦΑ : /ˈla.it/

Επίθετο[επεξεργασία]

λάιτ άκλιτο

  1. (για φαγητά και ποτά) που έχει λίγες θερμίδες ή λίγα λιπαρά
  2. (κατ’ επέκταση) ελαφρύς, μη παχυντικός
  3. (για αλκοολούχα ποτά) που έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα
  4. (γενικότερα) καθετί χωρίς βάθος και ποιότητα
     συνώνυμα: επιφανειακός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]