λάκκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάκκωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάκκωμα ουδέτερο
- κοιλότητα μεγάλης έκτασης στην επιφάνεια του εδάφους, λάκκα, γούβωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λάκκωμα
|