λάστιχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λάστιχο τα λάστιχα
      γενική του λάστιχου των λάστιχων
    αιτιατική το λάστιχο τα λάστιχα
     κλητική λάστιχο λάστιχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάστιχο < από το ελαστικός
λάστιχο (3)

Προφορά[επεξεργασία]

λάστιχα (4) αυτοκινήτου
ΔΦΑ : /ˈla.sti.xo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάστιχο (6)

λάστιχο ουδέτερο

  1. υλικό το οποίο προέρχεται από φυσικό ή συνθετικό καουτσούκ
  2. γενική ονομασία για αντικείμενο που είναι κατασκευασμένο από λάστιχο (1)
  3. στρογγυλό αντικείμενο από λάστιχο (1) που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί, μάλλον προσωρινά, άλλα αντικείμενα
  4. εξάρτημα της ρόδας οχημάτων
  5. (μεταφορικά) το σκασμένο ή ξεφουσκωμένο λάστιχο (4) αυτοκινήτου
  6. σωληνοειδές αντικείμενο που χρησιμοποιείται στη μεταφορά νερού και χρησιμοποιείται κυρίως για πότισμα ή πλύσιμο
  7. τμήμα ρούχου που περιέχει λάστιχο (1) και έχει ελαστική συμπεριφορά
  8. είδος πλέξης που δημιουργεί ελαστική συμπεριφορά στο συγκεκριμένο σημείο του πλεχτού
    πουλόβερ με λάστιχο
  9. (μεταφορικά) το προφυλακτικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • με πιάνει λάστιχο, παθαίνω λάστιχο: μου σκάει ή ξεφουσκώνει το λάστιχο του αυτοκινήτου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]