λάστιχο
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | λάστιχο | λάστιχα |
γενική | λάστιχου | λάστιχων |
αιτιατική | λάστιχο | λάστιχα |
κλητική | λάστιχο | λάστιχα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάστιχο < από το ελαστικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈla.sti.xɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάστιχο ουδέτερο
- υλικό το οποίο προέρχεται από φυσικό ή συνθετικό καουτσούκ
- γενική ονομασία για αντικείμενο που είναι κατασκευασμένο από λάστιχο (1)
- στρογγυλό αντικείμενο από λάστιχο (1) που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί, μάλλον προσωρινά, άλλα αντικείμενα
- εξάρτημα της ρόδας οχημάτων
- (μεταφορικά) το σκασμένο ή ξεφουσκωμένο λάστιχο (4) αυτοκινήτου
- σωληνοειδές αντικείμενο που χρησιμοποιείται στη μεταφορά νερού και χρησιμοποιείται κυρίως για πότισμα ή πλύσιμο
- τμήμα ρούχου που περιέχει λάστιχο (1) και έχει ελαστική συμπεριφορά
- είδος πλέξης που δημιουργεί ελαστική συμπεριφορά στο συγκεκριμένο σημείο του πλεχτού
- πουλόβερ με λάστιχο
- (μεταφορικά) το προφυλακτικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- με πιάνει λάστιχο, παθαίνω λάστιχο: μου σκάει ή ξεφουσκώνει το λάστιχο του αυτοκινήτου