λάτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάτρα | οι | λάτρες |
γενική | της | λάτρας | — | |
αιτιατική | τη | λάτρα | τις | λάτρες |
κλητική | λάτρα | λάτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάτρα < (αναδρομικός σχηματισμός) λατρ(εύω) + κατάληξη θηλυκού -α από τη σημασία: υπηρετώ[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈla.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐τρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάτρα θηλυκό
- η κουραστική καθαριότητα, περιποίηση του σπιτιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ λάτρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)