Μετάβαση στο περιεχόμενο

λάτρις

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: λάτρης, -λάτρης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / λάτρις οἱ/αἱ λάτριες
      γενική τοῦ/τῆς λάτριος τῶν λατρίων
      δοτική τῷ/τῇ λάτρι τοῖς/ταῖς λάτρι(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν λάτριν τοὺς/τὰς λάτριᾰς
     κλητική ! λάτρι
& λάτρις
λάτριες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λάτριε
γεν-δοτ τοῖν  λατρίοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'λάτρις' όπως «λάτρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λάτρις < λάτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₁y (παρέχω, κατέχω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λάτρις αρσενικό ή θηλυκό και σε επιθετική λειτουργία

  1. έμμισθος υπηρέτης ή υπηρέτρια
  2. δούλος ή δούλη
  3. (κατ’ επέκταση) ιέρεια
      Ἀπόλλωνος λάτρις

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]