λάφυρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λάφυρο | τα | λάφυρα |
γενική | του | λαφύρου & λάφυρου |
των | λαφύρων & λάφυρων |
αιτιατική | το | λάφυρο | τα | λάφυρα |
κλητική | λάφυρο | λάφυρα | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάφυρο < αρχαία ελληνική λάφυρον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈla.fi.ɾɔ/
- συλλαβισμός : λά‐φυ‐ρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάφυρο ουδέτερο
- αντικείμενο που λαμβάνεται από εχθρό μετά από μάχη είτε για την οικονομική του αξία είτε ως τρόπαιο νίκης
- η λεία μιας ληστείας