λέγνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λέγνος < λέγνον

Επίθετο[επεξεργασία]

λέγνος

  1. (ελληνιστική κοινή) άνανδρος
  2. (ελληνιστική κοινή) ο λεπτός σίτος
    λέγνος: ἄνανδρος, σῖτος ὁ μὴ ἁδρός ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Λ)