λέγνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέγνος < λέγνον
Επίθετο[επεξεργασία]
λέγνος
- (ελληνιστική κοινή) άνανδρος
- (ελληνιστική κοινή) ο λεπτός σίτος
- λέγνος: ἄνανδρος, σῖτος ὁ μὴ ἁδρός (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Λ)