λέγοντας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]λέγοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος λέω, λέγω
- ⮡ Και λέγοντας αυτά σηκώθηκε κι έφυγε.
- ⮡ Λέγοντας όλοι, εννοώ όλοι χωρίς καμία εξαίρεση.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]λέγοντας