λέδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λέδη | οι | λέδες |
γενική | της | λέδης | — | |
αιτιατική | τη | λέδη | τις | λέδες |
κλητική | λέδη | λέδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λέδη < αγγλική lady < μέση αγγλική lady / laddy / lafdi / lavedi < αγγλοσαξονική hlǣfdīġe (σύζυγος άρχοντα, κυριολεκτικά ζυμώτρια) < hlāf (ψωμί) + dīġe (ζυμώτρια) < πρωτογερμανική *hlaibaz (ψωμί, φραντζόλα) + *daigijǭ (ζυμώτρια ψωμιού)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈle.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λέ‐δη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λέδη[1] θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- «λέδη ή λαίδη; Η συνήθης γραφή λαίδη δεν έχει ετυμολογική βάση, αλλά οφείλεται σε εξελληνισμένη μεταγραφή τού αγγλικού lady σε παλαιότερη εποχή, κατά την οποία συνηθιζόταν η απόδοση τού αγγλικού –a– (όταν προφερόταν [ei]) ως –αι–: π.χ. Σαίξπηρ (Shakespeare), Μπλαίηκ (Blake), Καίμπριτζ (Cambridge). Εφόσον δεν πρόκειται για κύριο όνομα, προτιμότερη και συνεπής ετυμολογικά είναι η απλούστερη γραφή λέδη.»[2]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μεγάλο Ηλεκτρονικό Λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας–Πατάκη (ΜΗΛΝΕΓ–Π), λήμμα λόρδος.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)