λέδη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λέδη οι λέδες
      γενική της λέδης
    αιτιατική τη λέδη τις λέδες
     κλητική λέδη λέδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λέδη < αγγλική lady < μέση αγγλική lady / laddy / lafdi / lavedi < αγγλοσαξονική hlǣfdīġe (σύζυγος άρχοντα, κυριολεκτικά ζυμώτρια) < hlāf (ψωμί) + dīġe (ζυμώτρια) < πρωτογερμανική *hlaibaz (ψωμί, φραντζόλα) + *daigijǭ (ζυμώτρια ψωμιού)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈle.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λέ‐δη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λέδη[1] θηλυκό

  1. κυρία της αριστοκρατίας, η σύζυγος ενός λόρδου
  2. αγγλικός τίτλος ευγενείας για γυναίκες

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μεγάλο Ηλεκτρονικό Λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας–Πατάκη (ΜΗΛΝΕΓ–Π), λήμμα λόρδος.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.