λέμφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λέμφος | οι | λέμφοι |
γενική | της | λέμφου | των | λέμφων |
αιτιατική | τη | λέμφο | τις | λέμφους |
κλητική | λέμφε | λέμφοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέμφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λέμφος (αρσενικό και ουδέτερο, μύξα) με εσφαλμένη ταύτιση με τη γαλλική lymphe < νεολατινική lympha (λέμφος) < λατινική lympha (διαυγές νερό)[1], πιθανόν ελληνογενές < αρχαία ελληνική νύμφη[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈleɱ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λέμ‐φος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λέμφος θηλυκό
- (ιατρική) κολλώδες λεπτόρρευστο υγρό (παρόμοιο με το πλάσμα) αλλά που περιέχει λευκά αιμοσφαίρια και χυλό (γαλακτώδες υγρό) το οποίο μεταφέρεται στη ροή του αίματος μέσω των λεμφαγγείων και συντελεί στη θρεπτική λειτουργία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- λέμφη (θηλυκό)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε λεμφο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λεμφο- στο Βικιλεξικό
- λεμφαγγειίτιδα, λεμφαγγείο, λεμφαγγείωμα
- λεμφαδένας (λεμφαδήν), λεμφαδενίτιδα
- λεμφογραφία
- λεμφοειδής
- λεμφοκήλη
- λεμφοκοκκίωμα, λεμφοκοκκιωμάτωση
- λεμφοκυτογόνος
- λεμφοκυτταρικός, λεμφοκύτταρο, λεμφοκυττάρωση, λεμφοπενία και λεμφοκυτταροπενία
- λεμφοπάθεια
- λεμφοφόρος
- ενδολέμφος
- εξωλέμφος
- περίλεμφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ λέμφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λέμφος | οἱ | λέμφοι |
γενική | τοῦ | λέμφου | τῶν | λέμφων |
δοτική | τῷ | λέμφῳ | τοῖς | λέμφοις |
αιτιατική | τὸν | λέμφον | τοὺς | λέμφους |
κλητική ὦ! | λέμφε | λέμφοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λέμφω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λέμφοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λέμφος | τὰ | λέμφη - λέμφεᾰ |
γενική | τοῦ | λέμφους - λέμφεος | τῶν | λεμφῶν - λεμφέων |
δοτική | τῷ | λέμφει - λέμφεῐ̈ | τοῖς | λέμφεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | λέμφος | τὰ | λέμφη - λέμφεα |
κλητική ὦ! | λέμφος | λέμφη - λέμφεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λέμφει - λέμφεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λεμφοῖν - λεμφέοιν | ||
Ουδέτερο, στην όψιμη ελληνική κοινή - μεσαιωνική | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέμφος: Κατά τον Beekes[1] πρωτοελληνική προέλευση, αναφέροντας και ότι ο ⌘Furnée τη θεωρεί ίδια λέξη με τη λάμπη. O Hofmann[2] θεωρεί πιθανώς συγγενικό το νεογερμανικό Schlamm (βόρβορος, πηλός) < μέση άνω γερμανική slam εάν[3] ανάγονται σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *slambh-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λέμφος αρσενικό (και επίθετο) ουδέτερο στην όψιμη ελληνιστική κοινή
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ λέμφος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- λέμφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με πολλαπλά γένη (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με πολλαπλά γένη και κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)