Μετάβαση στο περιεχόμενο

λέξης

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

λέξης θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]