λίβας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λιβάς, λίβα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο λίβας
      γενική του λίβα
    αιτιατική τον λίβα
     κλητική λίβα
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λίβας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λίβας < ελληνιστική κοινή λίψ[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈli.vas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λί‐βας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λίβας αρσενικό

  1. (άνεμος) ξηρός και θερμός νοτιοδυτικός άνεμος
  2. (κατ’ επέκταση) πολύ ζεστός και συνήθως καταστροφικός, για τη γεωργία, άνεμος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Άνεμοι:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]