λίγο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λίγο < λίγος

Επίρρημα[επεξεργασία]

λίγο , συγκριτικός: λιγότερο, υπερθετικός:  ελάχιστα

  1. σε μικρό βαθμό, όχι πολύ
    Είμαι λίγο κουρασμένος.
  2. για μικρή χρονική διάρκεια
    Η γιορτή κράτησε λίγο.
    Τηλεφώνησέ μου ξανά σε λίγο.
    Για λίγο όλα πήγαιναν καλά.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

λίγο