λίζινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λίζινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική leasing < lease < μέση αγγλική *lesen < αγγλονορμανδική *leser < παλαιά γαλλική lesser, laisier (αφήνω) < μεσαιωνική λατινική lasso (αφήνω) < λατινική laxo (λύνω) < laxus (λυτός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *slǵ-so (αδύναμος, ασθενικός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λίζινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) (οικονομία) η ενοικίαση αυτοκινήτων (ή άλλων οχημάτων, αντικειμένων, μηχανημάτων κ.λπ.) για σχετικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλονορμανδικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)