Μετάβαση στο περιεχόμενο

λίκνισμα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λίκνισμα τα λικνίσματα
      γενική του λικνίσματος των λικνισμάτων
    αιτιατική το λίκνισμα τα λικνίσματα
     κλητική λίκνισμα λικνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λίκνισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λίκνισμα ουδέτερο

  • σχετικά αργή, ρυθμική κίνηση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]