λίμπιντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λίμπιντο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Libido < λατινική libido

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λίμπιντο θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]